- παριστία
- η, Μβλ. παραστιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παριστίαν — παριστίᾱν , παριστία side hearth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
παρακάτιο — το ναυτ. το καθένα από τα δύο παρίστια, δηλ. παραπληρωματικά ιστία, που απλώνονται δίπλα στο ακάτιο ιστίο, αλλ. σκουπαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ακάτιο, υποκορ. τού άκατος «είδος ιστίου». Η λ. στον λόγιο τ. παρακάτιον, μαρτυρείται από το 1858 … Dictionary of Greek
παρασιπάριο — το ναυτ. το μικρότερο από τα παρίστια, δηλαδή τα συμπληρωματικά ιστία τών μεγάλων ιστιοφόρων πλοίων, που ανοίγεται στις πλευρές τών σιπάρων ή σιπαρίων, κν. κουρτελατσίνι ή κουρτελάτσα τού κούντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σιπάριο «τετράγωνο πανί… … Dictionary of Greek
παραστιά — και παριστιά, η η εστία τού σπιτιού, αλλ. γωνιά, παραγώνι, στιά, τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέστιος (< παρ[α] * + ἑστία) ή < πυρέστιος (< πῦρ + ἑστία) με παρετυμολογική επίδραση τής πρόθεσης παρά] … Dictionary of Greek
σκουπαμάρα — η, Ν ναυτ. το καθένα από τα δύο παρίστια, παραπληρωματικά ιστία, που απλώνονται από τις δύο πλευρές τών δολώνων, τών φωσώνων και τού ακάκιου ιστίου για επαύξηση τής ιστιοφορίας ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek